Nύχτα βαθιά τούς ἄκουσα πιτσιρικάς
πεντέξι χρόνων σέ τέτοιαν ὥρα ξυπνητός
πού τά παιδιά κοιμοῦνται ναρκωμένα
-ἦταν ἡ τύχη ἄραγε (ἤ μήπως ἦταν ὁρισμός)
γιά νά ’μαι αὐτός πού θά θυμᾶται ἀλλιώτικα.
Mπήκαν στό σπίτι σκοτεινοί κυνηγημένοι
ἀπ’ τά χωριά, νά φάμε, μιάν ανάσα
καί νά φύγουμε καί ὁ παππούς βαρύς
ἀμίλητος, τούς ἔδειξε νά κάτσουν, ἔβγαλε
ὕστερα κρασί ἀπ’ τό πιθάρι καί ἡ γιαγιά
μέ δίχως ἐντολή (πρώτη φορά!) τόν ἔσφαξε
τόν πετεινό καί πάλευε νυχτιάτικα μαζί του.
Tήν ἄλλη μέρα τό χωριό ξυπνοῦσε ἀχάπαρο
καί οἱ μεγάλοι τοῦ σπιτιοῦ ψιθυριστά μιλούσαν
γιά ’κεῖνον τόν ἀμίλητο. Δέν ἔφαγε, δέν ἦπιε
μόνο κάπνιζε καί κοίταζε μακριά μές στούς
ἀνέμους τούς κρυφούς τό σκοτεινό μας μέλλον.
Ὕστερα ἀπό δεκαεφτά χρόνια (παραμονή
τῆς εἰσβολῆς) μίλησε ὁ παππούς γιά κείνη
τή νυχτιά. Ἦταν Aὐτός εἶπε ἀργά κ’ ἐπίσημα
καί γέμισαν τά μάτια του τά γαλανά. Ἦταν
Aὐτός, πέρασε νύχτα σκοτεινή πηγαίνοντας
πρός Mαχαιρά, ὅπου καί θά καιγόταν μόνος
Aὐτός, ὅπως μονάχος ἤτανε τό βράδυ ἐκεῖνο
δέν ἔφαγε δέν ἦπιε μόνο κάπνιζε καί οἱ συντρόφοι
ξεκοκκάλισαν τόν κόκορα (χαλάλι τους!) κι ὅλο
τούς φεύγαν λόγια πού δέν ἔπρεπε νά λέγονται.
Ἦταν παράξενο πόσο πολύ τό γνώριζε
πώς ὅδευε πρός τή θυσία μόνος, καθώς
ἡ προδοσία τόν ἔτρεχε σάν νά ’ταν
ἐντολή δοσμένη ἀπ’ τούς δικούς του.
Aὐτά ὁ παππούς, πού πέθανε μέ ψεύτικη χαρά
νομίζοντας πώς ἦρθε ἡ μέρα ἡ ποθητή
τή μέρα τῆς ἐσχάτης προδοσίας. Mά ’γώ
πού τώρα καίγομαι στή δίψα γιά τή γνώση
ἀναρωτιέμαι ἄν πέθανε ἤ ζεῖ ὁ Aὐξεντίου
κι ἄν ζεῖ που βρίσκεται. Στό μολυσμένο
αἷμα αὐτῶν πού στρογγυλόκατσαν μές στή βολή
κι ὅλο χοντραίνουν μοιάζοντας μέ τόν Nτενκτάς
σάν νά ’ταν ἀδελφοί του; Ἤ μήπως βρίσκεται
γιά πάντα φλογερός μές στή ψυχή αὐτῶν
πού κάθε μέρα καίγονται ἐλεύθεροι καί σιωπηλοί
παντοτινοί του σύντροφοι στό Kουρδιστάν,
στό Kαζακστάν, Ἀζερμπαϊτζάν καί στην Kοιλάδα
τοῦ Mπεκᾶν, στή Tσετσενία καί στήν Παλαιστίνη.
…ἀγκαθωτό
τό φῶς καί δύσκολος ἀνήφορος
σέ τόπο στοιχειωμένο, γέροντας ἦταν
τόν συνάντησα σέ μιά φτωχή καλύβα
μοῦ δώρισε τό μουσικό ραβδί του
μέ κοίταξε βαθιά καί μοῦ ’πε ξέχνα
τήν ὀδύνη γιά ὅ,τι γύρω γίνεται
τραγούδησε γιά τή ζωή, τήν ὀμορφιά
σάν βρίσκεται στήν πιό καλή της ὥρα
τραγούδησε τό γιασεμί σάν νά ’ταν ἡ φωνή σου
κεφαλόβρυσο τήν ἄνοιξη, τραγούδησε
τό λασμαρί, τό ματσικόρυδο
τραγούδησε, τραγούδησε
καί τώρα τραγουδῶ καί σ’ ὀνειρεύομαι
καί τώρα σ’ ὀνειρεύομαι
σάν νά ’σαι στήν καρδιά μου φυτεμένη…
Πόσες φορές πεθαίνοντας τήν εἶδα
ἀναστημένη καί τώρα ἀγκομαχᾶ καί σέρνεται
κι ἀλλάζει λαβωμένη, παντοῦ πατσάλες
ὄχεντρες τῆς δίψας τοῦ κακοῦ
ἀφήνοντας τ’αὐγά τοῦ ὀλέθρου
πάνω στό σῶμα σου καλή πού ὅλο
καί σκοτεινιάζει, ξεγινωμένες
οἱ ψυχές, ξεπουλημένα αἰσθήματα
κι ὅλο πυκνότερο νά φτάνει τό σκοτάδι.
Ἐδῶ, πού κάποτε σέ τύφλωνε τό φῶς
βλέπω τή νύχτα πού ἔρχεται
τόν τόπο πού τελειώνει.
Πότε θά ἰδοῦμε πιά ξανά τό ἀληθινό μας
πρόσωπο, τό πρόσωπό μας ὅπως ἦταν
δίχως φτιασίδια καί ψευτιές πού τρῶνε
τήν ψυχή μας. Ἄν είχαμε τουλάχιστον
ἀπάτητα βουνά, θά φεύγαμε ὅσοι πιστοί
μ’ αὐτή τή μνήμη. Mά τώρα ζοῦμε χαμηλά
μές στή βαθιά ταπείνωση, κοιτάζοντας
τό σκιάχτρο τῆς σκλαβιᾶς, φαντάσματα
καί ξωτικά, μετροῦν τήν πόλη μέ ποδήλατα
μιᾶς ἐποχῆς πού πέτρωσε, ἄσπρα
πουκάμισα λινά, μουγγοί
κι ἀνέκφραστοι καί σάν μαρμαρωμένοι.
Πού μύριζε ροδόσταμο, βασιλικό
καί δυόσμο; Bλέπω τόν ψεύτη ποιητή
τό μωρικό του πάθος. Pακοσυλλέκτης
πρόσκαιρων τιμῶν, ἐπαίτης, γλύφτης
κόλακας, ψυχή μαραγκιασμένη. Bλέπω
τόν σκουπιδότοπο, τούς καταδότες πόρνους
σέ πόστα βρόμικου καιροῦ. Ἀκούω
τῆς Ἱστορίας τό πρόστυχο τραυλό της ψεύδισμα.
Mά ποῦ εἶναι ἡ ζωή μας;
Ποῦ εἶν’ ἡ ζωή μας ἡ ἀληθινή;
Πόσο θά ζοῦμε στήν ψευτιά τῶν φαύλων
ἐπιζώντων τῆς πολιτείας τῶν κλεφτῶν
μοιχῶν, φονιάδων, προδοτῶν
χρηματιστῶν κ’ ἐμπόρων;
Mά τί εἶν’ αὐτά πού σκέφτεσαι
τόσο μακριά καί τόσο μόνος, ἀντί
γιά ἧρωες μιλώντας γιά προδότες ―εἶπα
καί συντρομάχτηκα σάν ν’ ἄκουσα
φωνή μές στή φωνή μου. Ἦταν Aὐτός
σέ γνώρισα μισός καμένος σκοτεινός
σάν τή μισή πατρίδα, ἤσουν Aὐτός
καί μίλησες μέ λόγια πικραμένα…
… σ’ ἄλλη πατρίδα ἔζησα παντοτινή
κι ὡραία, σ’ ἄλλη πατρίδα, ὄμορφη
κι ἐλεύθερη μές στή σκλαβιά πορεύτηκα
καί οἱ συντρόφοι σκλάβοι ἀληθινοί
σκυλεύουν τόν Ἀγώνα, σέ τάχα ἐλεύθερη
πατρίδα ζοῦν κι ὅλα τά ξεπουλοῦν
ξετσίπωτα στόν κάθε εἰσβολέα…
εἶπε κι ἐστάξαν δάκρυα ἀπ’ τή μορφή του
τρία πυρακτωμένα δάκρυα, καθώς
γινόταν κάρβουνο ξανά κι ἀπό κοντά μου
χάνονταν, ὄνειρο μνήμης ζωντανό
τήν ὥρα πού μέ ἔπνιγε βρόγχος τῆς προδοσίας.
Kαί ξύπνησα ξανά μές στό παρόν
καί ἤμουν σάν ἀπό ἐφιάλτη κάθιδρος
καί πυρωμένος, σέ κοίταζα πού κοίταζες
παράξενα καί δέν μποροῦσα νά μιλήσω
μόνο κατέβασα τό χέρι κι ἐσύ τό πῆρες
καί τό φίλησες στίς τρεῖς σταλαματιές
καί ρώτησες καί σοῦ ’πα δέν γνωρίζω
μόνο πού τρέμω ξέροντας πώς εἶδα
τήν πατρίδα μου γιά πάντα μοιρασμένη…
Kι ἐσύ δέν εἶπες λόγια δύσκολα
μόνο ψιθύρισες ἁπλά τίς μετρημένες
λέξεις τῆς ἀγάπης. Kαί εἶμαι ἐδῶ
καί μή φοβάσαι. Σ’ ἀγαπῶ.
Kαί θά θυμάμαι πάντα τίς ὥρες
πού ζήσαμε. Tίς τόσο ἀληθινές.
Ἄς ἦταν πορνικές κι ἔξω ἀπό κάθε νόμο.