Литмир - Электронная Библиотека

Και συγκινήθηκα· γιατί, όταν γύρισα εγώ από το Άγιο Όρος, με πήρε μια κυρία τηλέφωνο και μου έλεγε πως με τον άντρα της τσακώνονται, επειδή ο ένας δεν μπορούσε να υποχωρήσει στο χατίρι του άλλου και δεν μπορούσε κανείς από τους δυο να ακυρώσει τα δικά του σχέδια. Ήθελε ο καθένας να κάνει το δικό του. Φοβερό δεν είναι αυτό; Αυτό που οι μοναχοί το ζουν σαν μια καθημερινή άσκηση και αγώνα και μια πραγματικότητα στη ζωή τους, (οι περισσότεροι το έχουν βιώσει αυτό). Δεν έχουν θέλημα απαιτητικό σε τίποτα. Θα γίνεις ιερέας. Θα γίνω. Δε θα γίνεις ιερέας. Δε θα γίνω. Θα πας να γίνεις, ας πούμε, ψαράς να ψαρεύεις ψάρια στο μοναστήρι και μετά θα πας στη βιβλιοθήκη. Και εμένα μου αρέσουν τα ψάρια· μου αρέσει η θάλασσα, ο βυθός. Μου αρέσουν οι πετονιές. Μου αρέσει οτιδήποτε. Ωραία, ας σου αρέσει! Αυτή η ταπείνωση, αυτή η ετοιμότητα να αλλάζεις, να μαλακώνει η ψυχή σου, να είσαι ευέλικτος, να μην είσαι μονοκόμματος, να μην είσαι απαιτητικός. Αν το είχαμε αυτό εμείς εδώ στην πόλη, τα ζευγάρια θα ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένα. Οι οικογένειες θα ήταν πολύ χαρούμενες. Ο ένας θα υποχωρούσε στον άλλον.

Διδάχτηκα πάρα πολύ από αυτήν την ακύρωση της επιθυμίας αυτού του μοναχού. Του λέω: «Πάτερ, εγώ μόνο που σκέφτομαι αυτό που έκανες, να ξέρεις πως η ιεραποστολή σου συνεχίζεται… σ' ένα άλλο επίπεδο πλέον! Γιατί και αυτό το μήνυμα που τώρα βγαίνει και στους πατέρες εδώ, που ξέρουν τι κάνεις, και στον κόσμο που το ξέρει, και στην ιεραποστολή που θα το μάθουν, δηλαδή, ότι εσύ γύρισες όχι επειδή αντιπάθησες κάποιους ή επειδή τσακώθηκες ή επειδή δεν τους θέλεις, αλλά επειδή πάνω απ' όλα θέλεις να κάνεις το θέλημα του Θεού, δια του Πνευματικού σου, όπως φανερώνεται έτσι, αυτό είναι μεγάλη προσφορά! Είναι μεγάλη ιεραποστολή! Και εμένα», του λέω, «τώρα, να ξέρεις, με διδάσκεις. Σε μένα τώρα κάνεις ιεραποστολή. Τώρα που δεν είσαι σε ιεραποστολή στην Αφρική, είσαι ένας ιεραπόστολος και τώρα. Γιατί σιωπάς, ενώ έχεις τόσα να πεις· και πάλι λες· και τι λες. Λες τη λέξη „ταπείνωση“. Τη λέξη „υπακοή“. Τη λέξη „αγάπη στο Θεό“. Τη λέξη „θυσία“. Τη λέξη „αφήνομαι στο Θεό“, „εμπιστεύομαι“, „ηρεμώ“». Να είσαι, λένε οι Άγιοι, σαν μια σφαίρα που όταν την κυλάς στο πάτωμα, στο χώμα, πάει παντού. Μια σφαίρα, μια μπάλα πηγαίνει παντού. Δεν έχει γωνίες να σκαλώσει. Όπως κυλήσει, πηγαίνει. «Αυτό έχεις πετύχει», του λέω, «και εσύ. Είσαι σαν μια σφαίρα στα χέρια του θεού και σε πηγαίνει όπου θέλει και εσύ δεν αντιδράς. Είσαι σαν ένα φυλλαράκι του φθινοπώρου που πέφτει κάτω στην αυλή. Τα ξερά φύλλα τα φυσάει ο άνεμος και βλέπεις καθώς κατρακυλάνε τακ-τακ-τακ γυρνάνε, γυρνάνε, γυρνάνε και κάπου σταματάνε· και μετά πάλι φυσάει ο άνεμος και τα πάει πιο κάτω. Και τα φυλλαράκια αυτά δεν έχουν απαίτηση, δεν πάνε κόντρα στην πνοή του Θεού. Στην πνοή αυτού του ανέμου». Οι μοναχοί το ζουν αυτό. Οι καλοί μοναχοί το ζουν γιατί, αν κανείς δε θέλει να αγωνιστεί, και στο μοναστήρι να είναι μπορεί να έχει και εκεί πείσματα και να λέει: «Όχι, εγώ θέλω αυτό» ή να πάει με ένα πλάγιο τρόπο να το πετύχει. Αλλά τώρα μιλάμε για έναν άνθρωπο που θέλει να κάνει αγώνα. Και — δε σου λέω ψέματα- αυτός ο άνθρωπος στο πρόσωπό του είχε μια ηρεμία! Εγώ δε θα την είχα αυτήν την ηρεμία κάθε φορά. Δηλαδή, το ζηλεύω αυτό· θα' θελα και εγώ έτσι να είμαι, αν ακυρωθεί κάτι στη ζωή μου. Γιατί, όταν κάνεις κάτι για το Θεό, δεν κολλάς σ' αυτό που κάνεις αλλά κολλάς σ' αυτό το «άλλο» που είπαμε· ότι κάνεις κάτι για το Θεό! Οπότε, θέλω εγώ να κάνω κάτι για Σένα, Χριστέ μου!. Αν αυτό που Εσύ θες, είναι να πάω για ιεραποστολή, θα το κάνω· όχι επειδή είναι ιεραποστολή, αλλά επειδή το κάνω για Σένα. Η χαρά μου δεν είναι η ιεραποστολή για την ιεραποστολή, αλλά η ιεραποστολή γιατί αυτό το θέλεις Εσύ. Και μέσα από αυτό εγώ αγαπώ Εσένα. Αν ξέρω, όμως, ότι Εσύ θεςνα Σε αγαπήσω μέσα από μια επιστροφή και να μπω στο αεροπλάνο και να πάρω (μου έλεγε αυτός ο μαναχός, πώς πήρε τις κούτες, τα πράγματά του, τα φόρτωσε, γύρισε) αν θέλεις να Σε αγαπώ έτσι, θα Σε αγαπώ έτσι! Γιατί για μένα, το ζητούμενο είναι να Σε αγαπώ, ασχέτως του πώς θα Σε αγαπώ!..

Θυμάμαι, μια φορά πήγα (να κάνω) μια ομιλία και είχαν κάνει λάθος και δεν είχαν ειδοποιήσει τον κόσμο· δεν τον είχαν καλέσει. Είχαν οργανωθεί εκεί οι υπεύθυνοι, δεν είχαν πει στον κόσμο τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Εγώ πήγαινα στο δρόμο και χαιρόμουν. Και δε ξέρω αν χαιρόμουν γιατί θα μιλήσω για το Χριστό ή αν χαιρόμουν επειδή πάω να κάνω μια ομιλία. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα αυτά. Δε ξέρω αν με καταλαβαίνεις… Εσύ, Βασίλη, που κάνεις εκδηλώσεις συναυλίες και τραγουδάς, και τα λοιπά, και ψάλλεις θα καταλαβαίνεις τι εννοώ. Άλλο να πηγαίνεις για τη δόξα του Θεού μόνο, και άλλο να πηγαίνεις, γιατί και εσύ ευχαριστιέσαι μ' αυτό που κάνεις. Πάω, λοιπόν, να πω την ομιλία. Πάω στο χώρο το συγκεκριμένο· και δεν ήταν κανένας! Λέω, «θα έρθουν». Και εμφανίζεται κάποιος ιερέας και μου λέει: «Πάτερ, δεν έχει έρθει κανείς. Με συγχωρείς, γιατί δεν ειδοποιήσαμε κανέναν». Εκείνη την ώρα εγώ έπεσα από τα σύννεφα… και λέω (μέσα μου): «Ε, δεν είμαστε καλά· και τώρα τι γίνεται εδώ; Ήρθα τόσο δρόμο, να κάνω ομιλία και δεν είναι κανείς»; Μέσα μου τα έλεγα. Εξωτερικό χαμογελούσα και έλεγα: «Ε, δεν πειράζει τι να κάνουμε. Λάθος θα έγινε». Ενοχλήθηκα… Ενώ, αν αγαπούσα πραγματικά το Θεό, και μόνο Αυτόν, θα έπρεπε να πω: «Κύριε, έτσι θέλησες και έτσι έγινε». Και να πω και το άλλο, το πιο αληθινό, ότι ο Θεός αυτούς τους ανθρώπους θέλησε να τους προστατεύσει από τα δικά μου λόγια που είναι γεμάτα εγωισμό και φιλαυτία και αυτοπροβολή· και ο Θεός θέλησε να μην ακούσουν ένα τέτοιο λόγο μολυσμένο. Καλύτερα να έχεις το απόγευμά σου ήσυχο, παρά να ακούς κηρύγματα τα οποία βγαίνουν από έναν ομιλητή ο οποίος δεν είναι ταπεινός. Έτσι έπρεπε να πω για μένα, όχι για σένα. Εγώ μιλάω για μένα, για το δικό μου λόγο. Αυτή είναι η αλήθεια στην πραγματικότητα, αλλά δεν το σκέφτηκα έτσι. Με δίδαξε, λοιπόν, αυτός ο μοναχός, ο οποίος ακύρωσε τις επιθυμίες του.

Με δίδαξαν και οι άλλοι μοναχοί. Ταπεινοί. Υπάρχει πολλή ταπείνωση στο Άγιο Όρος, αγαπητέ μου, στο λέω αλήθεια. Υπάρχει πολλή ταπείνωση στο Αγιο Όρος. Εγώ ώρες-ώρες σκέφτομαι τους πατέρες στο Άγιο Όρος και συγκινούμαι πάρα πολύ μόνο που υπάρχουν αυτές οι φιγούρες, τυλιγμένες στο μαύρο που δε ξέρεις καλά καλά ποιος είναι. Βλέπεις μια φιγούρα μαύρη εκεί πέρα να περνάει δίπλα σου και δε ξέρεις ποιος είναι. Και δεν τον ενδιαφέρει να ξέρεις ποιος είναι. Είναι κάποιος που αγαπά το Χριστό· τίποτα άλλο. Είναι κάποιος που σε στέλνει (στο Χριστό) και σου δείχνει το Χριστό. Τίποτα άλλο. Τι σε νοιάζει ποιος είναι; Πώς με λένε, από πού είμαι, πόσο χρονών είμαι, τι σπούδασα… Μη σε ενδιαφέρει τίποτα από όλα αυτά. Εγώ ζω για το Χριστό! Αν θέλεις να ξέρεις κάτι για μένα, ένα να ξέρεις: ότι προσεύχομαι… Λέει ένας μοναχός: «Αν θέλεις να ξέρεις κάτι για μένα, ένα να ξέρεις: αν τώρα ανοίξεις την καρδιά μου, είναι χαραγμένο με χρυσά γράμματα το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού! Αυτό να το ξέρεις! Αυτό ας το ξέρεις. Τίποτα άλλο δε θέλω να ξέρεις για μένα. Τίποτα άλλο». Αυτό εμένα με διδάσκει πάρα πολύ! Με συγκινεί! Μορφές ταπεινές, πρόσωπα ευλογημένα, χαριτωμένα, άγια, όμορφα· όπως τα θέλει ο Θεός!..

Και εκεί, σ' ένα τραπέζι που τρώγαμε κοίταζα απέναντι. Ήταν ένα άλλο τραπέζι, με κάποιους λαϊκούς εργάτες. Κάποιους εκεί που βοηθούσαν. Και είδα κάποιον που φόραγε ένα σκουφάκι, αυτό που φοράνε τα νέα παιδιά που κάνουν σκι στα βουνά. Φόραγε ένα σκουφάκι και με κοιτούσε. Λέω τώρα, έτσι όπως φόραγε το σκουφάκι του, δε φαινόταν καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Γιατί, όταν βάζεις ένα σκούφο, ένα καπέλο, ας πούμε, αλλάζει η μορφή του προσώπου σου. Δεν κατάλαβα ποιος είναι. Με κοιτούσε.

Πριν καιρό είχα δει μια Κυριακή, πριν από πολλούς μήνες, περίπου έξι μήνες, είχα δει σε μια εκκλησία μια μητέρα· γνωστή μου. Λέω: «Τι κάνει ο γιος σας; Έχω καιρό, χρόνια να τον δω». Και που της λέω έτσι, βάζει τα κλάματα αυτή η μητέρα. Μου λέει: «Δεν τα μάθατε». Λέω, «Τι να μάθω»; «Ο γιος μου έχει μπλέξε». «Πού έχει μπλέξει»; «Έχει μπλέξει με τα ναρκωτικά». «Τι λέτε», της λέω, «σοβαρολογείτε»;… Το παιδί αυτό το ήξερα. Το πρόσωπο του ήταν ένα σωστό αγγελάκι, ένα ευλογημένο παιδί, ένα χαρούμενο πλάσμα, ένα αγνό πρόσωπο. «Αφήστε», λέει, «πάτερ, ζούμε ένα δράμα. Έχει μπλέξει». Και άρχισε να κλαίει… Συγκλονίστηκα και εγώ που το άκουσα. Μετά τη Λειτουργία περίμενα να πω ένα «γεια», για να φύγω. Λοιπόν, εκείνη την ώρα με καθήλωσε αυτή η κουβέντα. Της λέω: «πού μπορώ να τον βρω; Θέλω να τον πάρω τηλέφωνο». «Δεν μπορείτε να τον βρείτε», λέει. «Πέστε μου», της λέω, «πού είναι να πάω». «Πού είναι πάτερ μου! Στην Ομόνοια!!», μου λέει, «γυρίζει, εκεί θα τον βρείτε, αν τον βρείτε». «Θα μου μιλήσει»; «Δεν ξέρω», λέει, «άμα σας καταλάβει. Άμα μπορέσει. Άμα είναι το μυαλό του καθαρό».

31
{"b":"257509","o":1}