Ακούει κάποιος και μου λέει: «Τι πράγματα είναι αυτά; Δεκαοχτώ χρονών παιδί; Αυτά είναι απαράδεκτα, επιπολαιότητες. Ανωριμότητες είναι αυτές». Και του λέω: «Για κάτσε· με συγχωρείς. Η μητέρα μου παντρεύτηκε δεκαεννέα χρονών. Ανωριμότητα ήταν αυτό που έκανε; Η μητέρα μου με έφερε στη ζωή και έρχεσαι εσύ και λες·; „να' ναι καλά η μανούλα σου που γέννησε έναν ιερέα“. Αυτό το ανώριμο που έκανε η μητέρα μου, που λες εσύ ανώριμο, η βιασύνη…». «Α», λέει, «αυτό δεν είναι ανώριμο». Δεν κατάλαβα· γιατί δεν είναι ανώριμο; Εγώ ξέρω πάρα πολλούς οι οποίοι έχουν παντρευτεί νωρίς και το μετάνιωσαν. Τι πρέπει να κάνουν τώρα και αυτοί; Υπάρχουν στιγμές ενθουσιασμού στη ζωή μας, που παίρνουμε αποφάσεις. Απλώς οι πιο πολλοί όταν βλέπουμε κάποιον να παντρεύεται νωρίς επειδή έτσι κάνουν όλοι, δε λέμε τίποτα· δε λέμε: «παντρεύτηκε νωρίς». Όταν όμως δούμε κάποιον που να θέλει να αφιερωθεί στο Θεό νωρίς εκεί μας πιάνει κάτι. Εγώ, να σου πω την αλήθεια; Όσα χρόνια ξέρω μαθητές ας πούμε, παιδιά που τελείωσαν το Λύκειο, πρώτη φορά είδα ένα τέτοιο παιδί, γνωστό μου που από δεκαοχτώ χρονών να πηγαίνει στο Άγιο Όρος από τόσο μικρό. Δεν ξέρω άλλα παιδιά. Τόσα χρόνια, πρώτη φορά είδα. Είναι η εξαίρεση· και μάλιστα μια εξαίρεση όμορφη, μια εξαίρεση ευλογημένη. Μια εξαίρεση που δείχνει ότι ο Θεός εμπνέει και σήμερα ψυχές και βάζει μες στις καρδιές νέων παιδιών τον πόθο να αγαπήσουν πολύ το Χριστό.
Κακό είναι αυτό; Τόσο πολύ σε πείραξε αυτό; Και να σου πω και κάτι άλλο: είσαι καρδιογνώστης; Εσύ είσαι καρδιογνώστης; Ξέρεις την καρδιά του κάθε ανθρώπου; Δηλαδή, αν είναι επιπόλαιος, αν είναι ανώριμος, αν… Για περίμενε· ο πατήρ Πορφύριος δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος και σήμερα όλοι διαβάζουν τα βιβλία του και ακούνε τη ζωή του και συγκινούνται, και μετανιώνουν και βλέπουν θαύματα από αυτόν τον άνθρωπο, που από δώδεκα χρονών, όχι δεκαοχτώ, δώδεκα χρονών πήγε στο Άγιο Όρος. Και (από) πιο μικρός έκανε αγώνα πνευματικό. Και λες εσύ: «Ναι, αλλά αυτός είναι η εξαίρεση». Ωραία· και σένα ποιος σου είπε ότι αυτό το παιδί δε θα είναι η εξαίρεση; Εσύ που βιάζεσαι και λες, μην είσαι καρδιογνώστης, μην κάνεις αυτό που μόνο ο Θεός μπορεί να κάνει: να ξέρεις δήθεν τα μυστικά του κάθε ανθρώπου.
«Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου». Όταν όμως κάποιος το κάνει αυτό το δεύτερο, και από μικρός θέλει να γίνει μοναχός, ολόκληρη επανάσταση γίνεται. Ολόκληρη επανάσταση! Εγώ έχω πειστεί πλέον στη ζωή, ότι αυτά τα πράγματα είναι του Θεού. Κι αν είναι από το Θεό κάτι να γίνει, θα γίνει. Και αν δεν είναι από το Θεό, ο κόσμος να χαλάσει, δε θα γίνει! Δηλαδή, και να θέλει κάποιος να γίνει μοναχός δε θα γίνει, αν δεν είναι από το Θεό. Θα γίνει κάτι, ένα εμπόδιο… Αρκεί ο άλλος να έχει μια καλή προαίρεση. Να το καταλάβει και να σταματήσει. Γιατί, αν έχεις πείσμα, θα γίνεις μοναχός από ένα πείσμα, ίσως, όπως και θα παντρευτείς από ένα πείσμα. Και το έχεις πει· υπάρχουν και πολλοί αποτυχημένοι γάμοι, υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι δεν ήταν να παντρευτούν, αλλά παντρεύτηκαν χωρίς να ξέρουν καλά καλά γιατί το έκαναν. Και αυτοί οι άνθρωποι ήταν από το Θεό (να παντρευτούν). Ίσως μέσα στην καρδιά τους να ήταν να αφιερωθούν στο Θεό, αλλά δεν ήξεραν αυτό το δρόμο, δεν τους μίλησε κανείς γι' αυτήν την προοπτική. Το θεωρούσαν απίστευτο, αδύνατο, αφύσικο, ασυνήθιστο.
Και όμως πολλούς ο Θεός τους έχει σήμερα με τέτοια κλίση, να αφιερωθούν σ' Αυτόν. Αλλά αυτή την κλίση δεν την καλλιεργεί κανείς στην εποχή μας. Κανείς δεν έρχεται σήμερα να εμπνεύσει νέους ανθρώπους να δοθούν στο Θεό. Τι ωραίο πράγμα, αυτό! Που το κατηγορούμε τόσο εύκολα. Να υπάρχουν άνθρωποι που θα προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Που θα ζουν αυτό που ζούσε ο στάρετς Παρθένιος στη Ρωσία. Ένας Άγιος ασκητής, που είπε μια μέρα στην Παναγία: «Παναγία μου, τι σημαίνει αυτό; Που έγινα, δηλαδή, μοναχός; Ποιο είναι το νόημα αυτού που έκανα; Πες μου το μυστικό αυτό». Και του απαντά η Παναγία: «Ξέρεις τι θα πει που έγινες μοναχός; Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου». Να αγιάζεις τον εαυτό σου για χάρη όλου του κόσμου! Να γίνεις μια προσφορά για όλη την ανθρωπότητα. Να μην κοιμάμαι εγώ από αῦπνία, και να υπάρχουν στο Άγιο Όρος πατέρες που προσεύχονται άυπνοι για να με πάρει εμένα ο ύπνος. Να είμαι εγώ στα νοσοκομεία, να είμαι εγώ στις αμαρτίες μου, στις ασωτίες μου, στη φτώχια μου, στην ταλαιπωρία μου, στο διαζύγιο μου, στην αρρώστια μου και αυτοί να προσεύχονται για μένα. Είναι τόσο κακό αυτό, να αφιερωθούν άνθρωποι στο Θεό;
Εγώ δε σας κρύβω συγκινήθηκα πάρα πολύ που είδα ένα νέο παιδί. Όχι μόνο ένα· υπάρχουν πολλά παιδιά που πάνε να αφιερωθούν. Αλλά, αυτό (το παιδί) τελείωσε τώρα το Λύκειο και πήγε. Πήγε να δοκιμάσει αν θα μείνει. Δε ξέρω τι θα κάνει τελικά. Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Γιατί, το είπα και σε κάποιον (που με ρώτησε): «Να σου πω κάτπ πες ότι αυτός που πάει να γίνει μοναχός και δοκιμάζει, μετά από λίγο καιρό το μετανιώνει και φεύγει». «Ε», λέει, «δεν θα είναι αποτυχημένος;» «Καθόλου», του λέω, «δεν το θεωρώ αποτυχία αυτό. Θα το θεωρώ μεγάλη ευλογία του Θεού στη ζωή του. Ποιο; Το ότι για τέσσερις μήνες, για πέντε μήνες, για όσο αντέξει και κάτσει εκεί πέρα, έχει ένα τέτοιο ιερό πόθο στην καρδιά του-κι ας μη τον εκπλήρωσε. Θα θυμάμαι πάντα ότι αυτός ο άνθρωπος πόθησε να αγγίξει μια κορυφή, να ανεβεί ψηλά. Έβαλε στόχο άγιο, ευλογημένο. Έβαλε στόχο θεϊκό. Κακό είναι αυτό; Έστω.. Δοκίμασε! Είδε τις αντοχές του, ότι δε φτάνουν ως εκεί ψηλά, και ταπεινά, είπε:„Δεν το μπορώ αυτό και φεύγω“. Δεν πειράζει. Μπράβο που το θέλησες, μπράβο που το πόθησες! Οι άλλοι θέλουν πράγματα μάταια».
Ο άλλος, λέει, έχω βάλει στόχο της ζωής μου να πάρω αυτοκίνητο την τάδε μάρκα· θα μαζέψω λεφτά. Είναι αυτός στόχος ζωής; Είναι αυτό κάτι που δίνει νόημα στη ζωή σου; Κάτι τόσο φοβερό; Και όμως, το κάνει· και κανείς δεν τον κοροϊδεύει. Κανείς δεν τολμά να του πει τίποτα, γιατί θα γίνει επεισόδιο και θα παρεξηγηθεί κιόλας. Και ο άλλος βάζει στόχο να πάει να δει τους Ολυμπιακούς. Είναι στόχος ζωής; Εντάξει, δεν το κατηγορώ, αλλά δεν είναι το ίδιο μ' έναν που λέει βάζω στόχο ζωής να αγαπήσω το Χριστό και να αφιερωθώ ολόψυχα σ' Αυτόν. Εγώ διδάχτηκα από αυτό. Να βλέπεις τώρα, τρεις η ώρα το πρωί να σηκώνεται, να πηγαίνει να διαβάζει το μεσονυκτικό, να κάνει υπακοή, να κάνει θυσίες να προσφέρει, να εργάζεται, να βοηθάει. Μας περιποιήθηκε, μας έφερε φαγητό. Μάλιστα με ήξερε. «Θα σου φέρω και άλλο», λέει, «πάτερ. Έχει μείνει ένα γλυκό. Το φυλάμε για σένα. Χάρηκα που ήρθες». Είναι ωραίο πράγμα. Ωραία πράγματα γίνονται μέσα στην Εκκλησία μας. Άγνωστα βέβαια και στους πολλούς άγνωστα και στα κανάλια. Γιατί η τηλεόραση αυτό δε θα το πει ποτέ! Δε θα πει (ότι) ο κόσμος δε χάθηκε, ότι υπάρχουν νέοι άνθρωποι που θέλουν ωραία πράγματα στη ζωή.
Εκεί στο μοναστήρι είδα και έναν άλλον άνθρωπο που μου είπε κάτι που με συγκίνησε. (Σας λέω, γύρισα από το Άγιο Όρος, έτσι; Και σας λέω μερικά που είναι φρέσκα στο μυαλό μου, που μ' άρεσαν και με άγγιξαν. Από αυτά που είδα, ίσως, και εσένα κάπως σε προβληματίσουν). Είδα έναν άνθρωπο ο οποίος μου είπε ταπεινά για τη ζωή του. Τον ήξερα και μου λέει: «Είχα πάει ιεραποστολή», πού πήγε, δε θυμάμαι· Ζαΐρ, Αφρική, κάπου πήγε. «Και ενώ πήγα, με ειδοποίησαν από το μοναστήρι ότι έπρεπε να γυρίσω στο μοναστήρι. Γιατί έπρεπε να γυρίσω. Υπήρχαν ανάγκες εδώ». «Εγώ», μου λέει, «αγαπούσα πάρα πολύ την ιεραποστολή. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό που έκανα· αλλά εμείς οι μοναχοί έχουμε την υπακοή. Υπακούμε», λέει, «στον Πνευματικό μας. Δεν έχουμε», λέει, «δικαιώματα να λέμε „εγώ θέλω αυτό ή απαιτώ ή έχω πείσμα σ' αυτό που κάνω ή έχω αυτό που λέμε „προσπάθεια“ σ' αυτό που κάνω“». Δηλαδή, «προσπάθεια» θα πει εμπαθής προσκόλληση, το θέλω έντονα και δεν μπορώ με τίποτα να το αποχωριστώ. Αυτό είναι η «προσπάθεια».
Να μην μπορώ χωρίς κάτι. «Αυτό», λέει, «δεν το έχουμε εμείς. Εμείς τα μπορούμε όλα. Αλλά μπορούμε να τα αφήσουμε και όλα, αν μας το ζητήσουν. Δε σου κρύβω», μου λέει, «πάτερ, ότι μου άρεσε πάρα πολύ η ιεραποστολή. Να βλέπεις τους ανθρώπους να σε ακούν μ' ορθάνοιχτα τα μάτια και τα αυτιά. Έκπληκτοι να ρουφάνε τα λόγια του Χριστού. Να βλέπεις αυτούς τους ανθρώπους να βαφτίζονται σε μεγάλη και σε μικρή ηλικία. Να καίνε τα βιβλία της μαγείας. Να βλέπεις θαύματα του Χριστού εκεί. Να βλέπεις τη δίψα των ανθρώπων, την αποτελεσματικότητα του Ευαγγελικού λόγου σ' αυτές τις ψυχές. Να ευφραίνεται η καρδιά σου. Να ευφραίνεσαι που προσφέρεις για τη δόξα του Χριστού. Να σε αγαπούν οι άνθρωποι και να τους αγαπάς. Να δένεσαι μαζί τους, γιατί εκεί τρως μαζί τους! Και ξαφνικά! να σου λένε από το μοναστήρι, εδώ στην Ελλάδα, ότι πρέπει να γυρίσεις πίσω (!..) Και τα άφησα όλα και έφυγα». Και του λέω: «Τώρα πότε θα ξαναπάτε»; Και μου λέει: «Δε θα ξαναπάω· γιατί μου είπαν ότι δεν πρέπει να ξαναπάω, για κάποιους λόγους που έχουν (ανάγκη) εδώ πέρα». Και μου το έλεγε και το πρόσωπό του… Λέω: «Πάτερ μη στενοχωριέστε». Μου λέει: «Δε στενοχωριέμαι, απλώς το αναφέρω». Και εγώ συγκινήθηκα. Κι αυτός δε συγκινήθηκε. Ήταν ψύχραιμος, ήταν νηφάλιος. Εγώ έφερα τον εαυτό μου στη θέση του και λέω ότι εγώ, αν μου το έκαναν αυτό, θα στεναχωριόμουνα. Ποιο; Να σου ακυρώνουν μια επιθυμία, να σου καταστρέφουν ένα σχέδιο. Να σου χαλάνε τα σχέδια και να σου λένε: «Τι θέλεις; Αυτό; Όχι· θα κάνεις εκείνο». Και λέει ο κάθε μοναχός: «Δεν πειράζει, δεν έχω σχέδιο». «Μα εκεί δε σου άρεσε»; «Μου άρεσε, αλλά και τώρα θα μου αρέσει αυτό το καινούργιο που θα μου πεις». Και τον είδα πολύ ψύχραιμο και νηφάλιο.