Και τόση ώρα που κάθεσαι και ακούς, ξέρεις πόση ώρα πέρασε; Πολλή ώρα πέρασε. Μιλάμε τώρα και σε κούρασα πάλι. Εσύ θέλεις. Πρόσεξε μόνο μην βιαστείς. Να κάνεις αυτή την προσευχή και εσύ και εγώ και όλοι μας· και να πούμε, Κύριε, κάνε μου την ψυχή γη ταπεινή, γη αγαθή, γη εύφορη, καρποφόρα· να γίνω όπως πρέπει, να ρουφάω αυτά που μου δίνεις. Κυρίως να ρουφάω την αγάπη Σου που την διώχνω, που την κλωτσάω· που Σε διώχνω από κοντά μου· αυτό είναι το χειρότερο. Μάθε με, Κύριε, να ρουφάω την αγάπη Σου. Και αυτό πονάει. Αν το ζητήσεις να είσαι έτοιμος να πονέσεις, να ματώσεις. Αλλά να σου πω κάτι. Αξίζει τον κόπο. Αξίζει τον κόπο! Θα σωθείς στο τέλος. Θα σωθείς. Τι προτιμάς. Να πας εκατό χρονών και η ψυχή σου να είναι άκαρπη και άγονη και σκληρή και στείρα ή να μαλακώσει η καρδία σου και να σε πάρει ο Θεός με οποιοδήποτε τρόπο θέλει; Εννοείται θα ζητάμε «Μή εισενέγκης ημάς είς πειρασμόν». Κύριε, όσο μπορείς να πας με το μαλακό, Κύριε. Δεν μπορώ τα πολλά χτυπήματα, δεν μπορώ τον πόνο, δεν μπορώ το πολύ δάκρυ· δεν μπορώ. Άνθρωπος είμαι. Στην οδοντίατρο που καμία φορά πηγαίνω, «σας παρακαλώ», λέω, «όσο γίνεται τον λιγότερο δυνατόν πόνο». Ανθρωποι είμαστε. Μόνο οι άγιοι ζήταγαν να δοθούν στο Θεό και έλεγαν, «Κύριε, κάνε με ό,τι θέλεις. Ό,τι θέλεις. Και καρκίνο δώσε μου, δεν με πειράζει. Σώσε με μόνο. Μόνο σώσε με».
Αδελφοί μου, και αυτή η εκπομπή τελείωσε. Εύχομαι να μην αντιστεκόμαστε στην αγάπη του Θεού που έρχεται να κάνει την ψυχή μας «γή καλή καί αγαθή» που θα καρποφορεί με υπομονή. Χαίρετε.
Μόνος τα Χριστούγεννα
«Σας ακούω καιρό, αλλά χτες το βράδυ μιλήσατε στην καρδιά μου. Μένω μόνος, ένιωθα έντονα τη μοναξιά.. Είμαι στη Γερμανία ομογενής..»
Τ.Π. Γερμανία (e-mail)
Τι χαρούμενη μέρα η σημερινή, αγαπητοί ακροατές της Πειραϊκής Εκκλησίας. Χαίρετε, χρόνια πολλά, ευτυχισμένα!.. είμαστε ήδη στα Χριστούγεννα, μπήκαμε στα Χριστούγεννα, τα ζούμε, τα απολαμβάνουμε αυτές τις μέρες. Ήδη από χτες! Κι είναι πολύ εορταστική η ατμόσφαιρα. Είστε όλοι πολύ χαρούμενοι και ευτυχισμένοι· δεν είστε; Το φαντάζομαι… Θα περνάτε όλοι χαρούμενα, με τις οικογένειές σας, θα ετοιμάζεστε να πάτε να φάτε, να χαρείτε, να διασκεδάσετε, να ευχηθείτε. Στα ζαχαροπλαστεία, να αγοράσετε δώρα, γλυκά, επισκέψεις, να πάρουμε τα σχετικά κιλά μας, να ξεχάσουμε τις δίαιτες, να ξεχάσουμε τον κόπο της νηστείας, ό,τι έχει κάνει ο καθένας. Και τώρα να αρχίσει να απολαύσει, έτσι δεν είναι; Δεν είναι έτσι; Κάποιος μου λέει ότι δεν είναι ακριβώς έτσι.
Μου λέει κάποιος: «Πάτερ, δεν είστε μόνο εσείς, δεν είστε μόνο εσείς οι χαρούμενοι» — πρέπει και εγώ να τελειώσω την εκπομπή γρήγορα γιατί με περιμένουν σε τραπέζι, έχω πολλές προσκλήσεις σήμερα, δεν ξέρω πού να πρωτοπάω. Πώς; Α μάλιστα· κάποιος πάλι μου μιλάει… και μου λέει… «Πάτερ, δεν σταματάς λίγο να μιλάς για όλους εσάς τους πολύ χαρούμενους σήμερα που είναι η μέρα τόσο εορταστική και πανηγυρική; και ασχολήσου και λίγο με εμάς». «Δηλαδή» λέω, «με ποιους να ασχοληθώ;» «Να ασχοληθείς και να μας πεις για την θλίψη αυτών των ημερών. Γιατί υπάρχουμε και εμείς». «Ποιοι εσείς; Εσείς ποιοι είστε που υπάρχετε;» «Είμαστε», λέει, «και εμείς που δεν είμαστε τώρα στο αυτοκίνητο, που δεν πάμε επίσκεψη, που θα ακούμε την Πειραϊκή Εκκλησία και το μεσημέρι που εσύ θα κλείσεις το ράδιο γιατί θα έχεις να φας, να πιεις, να ακούσεις μουσική, να διασκεδάσεις, να δεις έργα στην τηλεόραση. Εμείς, δεν θα μπορούμε να ακολουθήσουμε το πρόγραμμά σας, εσάς, των εορταζόντων τόσο πανηγυρικώς». «Και ποιοι είστε εσείς;» «Πάτερ», λέει, «πες κάτι, πες κάτι για την θλίψη λίγο αυτών των εορτών, για την μελαγχολία των εορτών. Μίλα και για μας λίγο, υπάρχουμε και εμείς σ' αυτόν τον κόσμο. Υπάρχουμε και εμείς που ακούμε την Πειραϊκή Εκκλησία και θα εξακολουθήσουμε — και ας είναι Χριστούγεννα — να είμαστε στην μοναξιά μας, στην σιωπή μας, στο κρεβάτι του πόνου μας». Κοίταξε, να διευκρινίσουμε λίγο· να διευκρινίσουμε. Άμα είναι να κάνω μια τέτοια εκπομπή, και πρέπει να την κάνω, να την κάνω. Αλλά μερικές φορές, λέω, μήπως εσύ που τώρα λες ότι δεν θα πας να φας, φταις και εσύ. Μήπως φταις και εσύ που δεν θα πας να φας σε ένα ωραίο τραπέζι. Μήπως, δηλαδή, οφείλεται σε σένα αυτό· μήπως η μοναξιά οφείλεται στην δική σου επιλογή. Γιατί ξέρω μερικούς ότι τους καλούνε· μερικούς τους αγαπούν, τους θέλουν οι άλλοι, αλλά επειδή αυτοί έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, μια χαμηλή αποδοχή του εαυτού τους, έχουνε — να το πω κι' αλλιώς — έχουν ένα κρυφό εγωισμό, ένα πείσμα, δεν θέλουν να πάνε. Και κάθονται μόνοι τους στενοχωριούνται, και ύστερα μελαγχολούνε κιόλας.
«Εμένα», λέει, «δεν με θέλει κανένας». Όταν σε καλούνε δεν πας. Όταν κάθεσαι μόνος σου στενοχωριέσαι. Μήπως φταις και εσύ; Μήπως φταις και εσύ που είσαι μόνος σου σήμερα. Δεν ξέρω, το συζητάμε τώρα, στην Πειραϊκή Εκκλησία σήμερα. Δεν ξέρω πόσοι ακούνε αυτήν την στιγμή, γιατί ξέρω ότι πιο πολλοί είναι μέσα στην φούρια των ετοιμασιών. Να φύγουν, να πάνε να διασκεδάσουν, να πάνε να χαρούν. Αλλά λέω μήπως αυτοί που κάθονται τώρα μόνοι μπορούν και προλαβαίνουν. Η ώρα είναι μία και κάτι, προλαβαίνετε! Προλαβαίνετε να πάρετε ένα τηλέφωνο και να πείτε ότι, τελικά, θα πάτε! Θα πάτε, θα 'ρθω, θα 'ρθω και εγώ στο τραπέζι που με κάλεσες. Κάντε το, μην μείνετε μόνοι σας σήμερα, αν δεν υπάρχει σοβαρός λόγος, αν δεν φταίτε εσείς. Γιατί άλλο η εκούσια μοναξιά του Μοναχού, ενός ασκητή, ενός ανθρώπου που μένει μόνος του επειδή νοιώθει την πληρότητα της παρουσίας του Χριστού και επειδή είναι αυτή επιλογή της ζωής του. Γιατί αυτό πλέον δεν είναι μοναξιά, όταν νοιώθεις το Χριστό αυτήν την μέρα, όταν νοιώθεις στην καρδιά σου απέραντη γαλήνη, απέραντη ευτυχία, απέραντο χορτασμό. Πριν φας νοιώθεις χορτάτος στην ψυχή, γεμάτος ευτυχία. Τότε δεν μιλάμε για μοναξιά. Δηλαδή ο πατήρ Παΐσιος σήμερα, αν ζούσε, θα πήγαινε στο Μοναστήρι δίπλα να λειτουργηθεί, θα κοινωνούσε, θα έτρωγε με τους άλλους στην τράπεζα, μετά θα πήγαινε στο κελάκι του και θα ήταν πολύ ευτυχισμένος. Ολομόναχος και ευτυχισμένος. Γιατί νιώθει γεμάτος. Δεν είναι μοναχός του είναι ολομόναχος ως προς την παρουσία των ανθρώπων, αλλά γεμάτος ως προς την παρουσία του Χριστού. Αν είναι κάτι τέτοιο, εντάξει. Καλά κάνεις και είσαι μόνος.
Αλλά μήπως φταίμε και εμείς κάπως και είμαστε μόνοι σήμερα, τέτοια μέρα; Μήπως είμαστε και εμείς καμιά φορά παράξενοι; Μήπως είμαστε λίγο ιδιότροποι, λίγο ιδιόρρυθμοι; Δεν ξέρω, ρωτάω. Μπορεί κάποιος να μην φταίει σε τίποτα από όλα αυτά, μπορεί κάποιου να είναι λίγο περίεργο το φέρσιμό του, να είναι ακοινώνητος, και να φταίει αυτός που δεν κάνει το πρώτο βήμα ή δεν ανταποκρίνεται. Μήπως καμιά φορά η παρέα σου κουράζει τους άλλους και δυσκολεύονται μαζί σου. Κοίταξε· και έτσι να είναι μην απογοητεύεσαι. Γιατί, αν απογοητευτείς, αυτό κρύβει εγωισμό. Αν φταις και εσύ σε όλα αυτά, κάντα όλα αυτά υλικό ταπείνωσης. Λες: φέτος αρχίζω να καταλαβαίνω λίγο τον εαυτό μου· ότι είμαι λίγο παράξενος. Κανείς δεν με ειδοποίησε, κανείς δεν με θέλει· μήπως φταίω και εγώ κάπου; Μήπως, λέω, φταίω κάπου και δεν είμαι πολύ φιλικός, πολύ κοινωνικός, πολύ εγκάρδιος, πολύ αγαπητός με τον δικό μου τον εγωισμό. Παραδέξου το. Παραδέξου ποιος είσαι. Παραδέξου ότι είσαι ένας χαρακτήρας μερικές φορές δύσκολος. Και ξέρεις, πως, αν το παραδεχτείς, ο Χριστός θα σε αγαπήσει· θα σε αγαπήσει, γιατί θα είναι σαν να του λες και του Χριστού ότι…: «Κύριε, φέτος που γεννήθηκες και πάλι, έχω ανάγκη, έχω ανάγκη την γέννησή Σου, εγώ θα Σου δώσω εργασία, θα Σου δώσω δουλειά να εργαστείς, Κύριε, στην ψυχή μου. Είμαι παράξενος άνθρωπος, έλα να με διορθώσεις. Έλα να με θεραπεύσεις. Είμαι και εγώ προβληματικός άνθρωπος. Να, Κύριε, γεννήθηκες και κανείς δεν με παίρνει τηλέφωνο να πάω να φάω κάπου. Κανείς δεν με θέλει, κανείς δεν θέλει να έρθει να με δει. Φταίω · ίσως, φταίω και εγώ κάπου».