Литмир - Электронная Библиотека
Содержание  
A
A

20 Ο δε Ηρώδης ήταν υπερβολικά οργισμένος ενάντια στους Τυρίους και τους Σιδωνίους· εκείνοι, όμως, ήρθαν σ' αυτόν με μια γνώμη, και αφού έπεισαν τον Βλάστο, που ήταν υπεύθυνος για το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά, ζητούσαν ειρήνη· επειδή, ο τόπος τους τρεφόταν από τη χώρα τού βασιλιά. 21 Και σε μια ορισμένη ημέρα, αφού ο Ηρώδης ντύθηκε με βασιλική στολή, και κάθησε επάνω στον θρόνο, αγόρευε προς αυτούς δημόσια. 22 Και ο λαός συνηγορούσε φωνάζοντας: Φωνή Θεού, και όχι ανθρώπου. 23 Κι αμέσως, ένας άγγελος του Κυρίου τον πάταξε, επειδή δεν έδωσε τη δόξα στον Θεό· κι αφού έγινε σκωληκόβρωτος, ξεψύχησε. 24 Ο λόγος, όμως, του Θεού αύξανε και πληθυνόταν. 25 Ο δε Βαρνάβας και ο Σαύλος επέστρεψαν από την Ιερουσαλήμ, αφού εκπλήρωσαν τη διακονία τους, παίρνοντας μαζί τους και τον Ιωάννη, που αποκλήθηκε Μάρκος.

Κεφάλαιον 13

1 ΚΑΙ στην Αντιόχεια, μέσα στην υπάρχουσα εκκλησία, υπήρχαν μερικοί προφήτες και δάσκαλοι, ο Βαρνάβας και ο Συμεών, που αποκαλείτο Νίγερ, και ο Λούκιος ο Κυρηναίος, και ο Μαναήν, που συναναστράφηκε μαζί με τον τετράρχη Ηρώδη, και ο Σαύλος. 2 Και ενώ υπηρετούσαν στον Κύριο και νήστευαν, το Πνεύμα το Άγιο είπε: Ξεχωρίστε σε μένα τον Βαρνάβα και τον Σαύλο για το έργο που τους προσκάλεσα. 3 Τότε, αφού νήστεψαν και προσευχήθηκαν, και έβαλαν επάνω σ' αυτούς τα χέρια, τους απέστειλαν.

4 Αυτοί, λοιπόν, αφού στάλθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο, κατέβηκαν στη Σελεύκεια, και από εκεί απέπλευσαν στην Κύπρο. 5 Και όταν ήρθαν στη Σαλαμίνα, κήρυτταν τον λόγο τού Θεού μέσα στις συναγωγές των Ιουδαίων· είχαν δε και τον Ιωάννη ως υπηρέτη. 6 Και αφού διαπέρασαν το νησί μέχρι την Πάφο βρήκαν κάποιον μάγο, έναν Ιουδαίο ψευδοπροφήτη, που ονομαζόταν Βαριησούς, 7 ο οποίος ήταν μαζί με τον ανθύπατο Σέργιο Παύλο, έναν συνετό άνδρα. Αυτός, αφού προσκάλεσε τον Βαρνάβα και τον Σαύλο, ζήτησε να ακούσει τον λόγο τού Θεού. 8 Όμως, αντιστεκόταν σ' αυτούς ο Ελύμας ο μάγος (επειδή, έτσι ερμηνεύεται το όνομά του), ζητώντας να αποτρέψει τον ανθύπατο από την πίστη. 9 Όμως, ο Σαύλος, που αποκλήθηκε και Παύλος, αφού έγινε πλήρης από το Πνεύμα το Άγιο, και ατενίζοντας σ' αυτόν, 10 είπε: Ω, εσύ, που είσαι γεμάτος από κάθε δόλο και κάθε ραδιουργία, γιε τού διαβόλου, εχθρέ κάθε δικαιοσύνης, δεν θα παύσεις να διαστρέφεις τούς ίσιους δρόμους τού Κυρίου; 11 Και τώρα, δες, το χέρι τού Κυρίου είναι εναντίον σου· και θα είσαι τυφλός, χωρίς να βλέπεις τον ήλιο, μέχρι ορισμένον καιρό. Κι αμέσως, έπεσε επάνω του αμαύρωση και σκοτάδι· και γυρίζοντας ολόγυρα ζητούσε χειραγωγούς. 12 Τότε, βλέποντας ο ανθύπατος το γεγονός, πίστεψε, μένοντας έκπληκτος με τη διδασκαλία τού Κυρίου.

13 Όταν δε ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, απέπλευσαν από την Πάφο, ήρθαν στην Πέργη τής Παμφυλίας· και ο Ιωάννης, καθότι αποχωρίστηκε απ' αυτούς, επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα. 14 Κι αυτοί, αφού πέρασαν από την Πέργη, έφτασαν στην Αντιόχεια της Πισιδίας, και μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, κάθησαν. 15 Και μετά την ανάγνωση του νόμου και των προφητών, έστειλαν σ' αυτούς οι αρχισυνάγωγοι, λέγοντας: Άνδρες αδελφοί, αν έχετε κάποιον λόγο προτροπής προς τον λαό, μιλήστε. 16 Και καθώς ο Παύλος σηκώθηκε και έσεισε το χέρι του, είπε: Άνδρες Ισραηλίτες, και εκείνοι που φοβάστε τον Θεό, ακούστε. 17 Ο Θεός τούτου τού λαού Ισραήλ διάλεξε τους Πατέρες μας, και ύψωσε τον λαό που παροικούσε στην Αίγυπτο, και με υψωμένον βραχίονα τους έβγαλε απ' αυτή. 18 Και για σχεδόν 40 χρόνια υπέφερε τους τρόπους τους μέσα στην έρημο· 19 και αφού κατέστρεψε επτά έθνη μέσα στη γη Χαναάν, τους διαμοίρασε τη γη τους με κλήρο. 20 Και ύστερα απ' αυτά, για περίπου 450 χρόνια, τους έδωσε κριτές μέχρι τον προφήτη Σαμουήλ. 21 Και έπειτα ζήτησαν βασιλιά, και ο Θεός έδωσε σ' αυτούς τον Σαούλ, τον γιο τού Κις, έναν άνδρα από τη φυλή Βενιαμίν, για 40 χρόνια. 22 Και όταν ο Θεός τον καθαίρεσε, σήκωσε σ' αυτούς βασιλιά τον Δαβίδ, για τον οποίο και είπε, δίνοντας τη μαρτυρία: «Βρήκα τον Δαβίδ, τον γιο τού Ιεσσαί, άνδρα σύμφωνα με την καρδιά μου, που θα κάνει όλα τα θελήματά μου». 23 Από το σπέρμα του, ο Θεός, σύμφωνα με την επαγγελία, σήκωσε στον Ισραήλ σωτήρα, τον Ιησού. 24 Αφού ο Ιωάννης, πριν από την έλευσή του, κήρυξε από πριν βάπτισμα μετάνοιας σε ολόκληρο τον λαό Ισραήλ· 25 και ενώ ο Ιωάννης τελείωνε τον δρόμο του, έλεγε: Για ποιον με στοχάζεστε ότι είμαι; Δεν είμαι εγώ· αλλά, δέστε, ύστερα από μένα έρχεται εκείνος, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το υπόδημα των ποδιών του. 26 Άνδρες αδελφοί, γιοι τού γένους τού Αβραάμ, και εκείνοι ανάμεσά σας που φοβούνται τον Θεό, σε σας στάλθηκε ο λόγος αυτής τής σωτηρίας. 27 Επειδή, αυτοί που κατοικούν στην Ιερουσαλήμ, και οι άρχοντές τους, αφού δεν γνώρισαν αυτόν μήτε τα λόγια των προφητών, που διαβάζονται κάθε σάββατο, τα εκπλήρωσαν, όταν τον κατέκριναν· 28 και ενώ δεν βρήκαν καμιά αιτία θανάτου, ζήτησαν από τον Πιλάτο να θανατωθεί. 29 Και όταν τελείωσαν όλα τα γραμμένα γι' αυτόν, αφού τον κατέβασαν από το ξύλο, τον έβαλαν σε μνήμα. 30 Ο Θεός, όμως, τον ανέστησε από τους νεκρούς· 31 ο οποίος, για πολλές ημέρες, φάνηκε σ' αυτούς, που είχαν ανέβει μαζί του από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ, οι οποίοι είναι μάρτυρές του προς τον λαό. 32 Κι εμείς ευαγγελιζόμαστε σε σας την υπόσχεση που έγινε στους Πατέρες, ότι ο Θεός την εκπλήρωσε αυτή σε μας, τα παιδιά τους, ανασταίνοντας τον Ιησού. 33 Καθώς είναι γραμμένο και στον δεύτερο Ψαλμό: «Υιός μου είσαι εσύ· εγώ σήμερα σε γέννησα». 34 Μάλιστα, ότι τον ανέστησε από τους νεκρούς, χωρίς να πρόκειται πλέον να επιστρέψει στη φθορά, λέει ως εξής, ότι: «Θα σας δώσω τα πιστά ελέη τού Δαβίδ». 35 Γι' αυτό, σε έναν άλλον Ψαλμό λέει: «Δεν θα αφήσεις τον όσιό σου να δει φθορά». 36 Επειδή, ο μεν Δαβίδ, αφού υπηρέτησε τη βουλή τού Θεού μέσα στη γενεά του, κοιμήθηκε, και προστέθηκε στους πατέρες του, και είδε φθορά. 37 Εκείνος, όμως, τον οποίο ο Θεός ανέστησε, δεν είδε φθορά. 38 Ας είναι, λοιπόν, γνωστό σε σας, άνδρες αδελφοί, ότι διαμέσου αυτού κηρύττεται προς εσάς άφεση αμαρτιών· 39 και από όλα, από όσα δεν μπορέσατε διαμέσου τού νόμου τού Μωυσή να δικαιωθείτε, διαμέσου τούτου, καθένας που πιστεύει, ανακηρύσσεται δίκαιος. 40 Προσέχετε, λοιπόν, να μη συμβεί σε σας αυτό που ειπώθηκε από τους προφήτες: 41 «Δέστε, καταφρονητές, και θαυμάστε, κι αφανιστείτε· επειδή, εγώ εργάζομαι ένα έργο στις ημέρες σας, έργο που δεν θα πιστέψετε, αν κάποιος το διηγηθεί σε σας». 42 Κι ενώ έβγαιναν από τη συναγωγή των Ιουδαίων, τα έθνη παρακαλούσαν να κηρυχθούν σ' αυτούς αυτά τα λόγια το επόμενο σάββατο. 43 Και όταν η συναγωγή διαλύθηκε, πολλοί από τους Ιουδαίους και τους ευσεβείς προσήλυτους ακολούθησαν τον Παύλο και τον Βαρνάβα· οι οποίοι μιλώντας σ' αυτούς, τους έπειθαν να μένουν με σταθερότητα στη χάρη τού Θεού. 44 Και το ερχόμενο σάββατο όλη σχεδόν η πόλη συγκεντρώθηκε για να ακούσουν τον λόγο τού Θεού. 45 Βλέποντας, όμως, οι Ιουδαίοι τα πλήθη γέμισαν από φθόνο και εναντιώνονταν σ' αυτά που έλεγε ο Παύλος, αντιλέγοντας και κακολογώντας. 46 Ο δε Παύλος και ο Βαρνάβας μιλώντας με θάρρος, είπαν: Ήταν αναγκαίο πρώτα σε σας να λαληθεί ο λόγος τού Θεού· αλλά, επειδή τον απορρίπτετε, και δεν κρίνετε τον εαυτό σας άξιο της αιώνιας ζωής, δέστε, στρεφόμαστε στα έθνη· 47 δεδομένου ότι, έτσι μας πρόσταξε ο Κύριος, λέγοντας: «Σε έχω θέσει ως φως των εθνών, για να είσαι προς σωτηρία μέχρι το τελευταίο άκρο τής γης». 48 Και ακούγοντας οι εθνικοί χαίρονταν και δόξαζαν τον λόγο τού Κυρίου· και πίστεψαν όσοι είχαν τάξει τον εαυτό τους για την αιώνια ζωή. 49 Και ο λόγος τού Κυρίου διαδιδόταν διαμέσου ολόκληρης της χώρας. 50 Οι δε Ιουδαίοι παρακίνησαν τις ευλαβείς και επίσημες γυναίκες, και τους πρώτους τής πόλης, και διέγειραν διωγμό ενάντια στον Παύλο και τον Βαρνάβα, και τους έβγαλαν έξω από τα όριά τους. 51 Εκείνοι, όμως, αφού ξετίναξαν μπροστά τους τη σκόνη των ποδιών τους, ήρθαν στο Ικόνιο. 52 Και οι μαθητές γίνονταν πλήρεις από χαρά και Πνεύμα Άγιο.

64
{"b":"257498","o":1}